- ευτρόχαλος
- εὐτρόχαλος και επικ. τ. ἐϋτρόχαλος, -ον (Α)1. αυτός που κινείται, γρήγορα ή ορμητικά2. τελείως στρογγυλός, ολοστρόγγυλος3. κυκλοτερής, στρογγυλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τροχαλός «αυτός που τρέχει-στρογγυλός» (< τρέχω)].
Dictionary of Greek. 2013.